- ὀρθίαι
- ὀρθίᾱͅ , ὄρθιοςstraight upfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀρθίαι — Ὀρθία fem nom/voc pl Ὀρθίᾱͅ , Ὀρθία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθιαι — ὄρθιος straight up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρθίᾳ — Ὀρθίαι , Ὀρθία fem nom/voc pl Ὀρθίᾱͅ , Ὀρθία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρθιος — α, ο (ΑΜ ὄρθιος, ία, ον Α αττ. τ. θηλ. και ὄρθιος) [ορθός] 1. τεταμένος προς τα πάνω, ορθός, στητός, ευθυτενής 2. (για λίθους στην οικοδομή) τοποθετημένος κατά μήκος στον τοίχο, ώστε να φαίνεται η στενή πλευρά του 3. (για ζώα) αυτός που στέκει… … Dictionary of Greek
ὄρθι' — ὄρθια , ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc pl ὄρθια , ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc pl ὄρθιε , ὄρθιος straight up masc voc sg ὄρθιε , ὄρθιος straight up masc/fem voc sg ὄρθιαι , ὄρθιος straight up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)